- υπορριζούμαι
- -όομαι, Ααποκτώ ρίζες, ριζοβολώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ῥιζῶ «ριζοβολώ, στερεώνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπορριζοῦμαι — ὑπό ῥιζόω cause to strike root pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)